- κερήθρα
- ηβλ. κηρήθρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κερήθρα — η κέρινη πλάκα διαιρεμένη σε μικρά εξάγωνα κελιά μέσα στα οποία αφήνουν οι μέλισσες το μέλι τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
-θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… … Dictionary of Greek
ανθρήνιον — ἀνθρήνιον, το (Α) [ανθρήνη] 1. σφηκοφωλιά 2. κερήθρα … Dictionary of Greek
ανθρηνιώδης — ἀνθρηνιώδης ( ους), ες (Α) [ανθρήνιον] αυτός που μοιάζει με κερήθρα … Dictionary of Greek
αποβλίττω — ἀποβλίττω (Α) παίρνω την κερήθρα απ την κυψέλη, κλέβω … Dictionary of Greek
αρμυρήθρα — η κοινή ονομασία του φυτού Κορωνόπους ο κατακείμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρμύρα + παραγωγ. κατάλ. ήθρα (πρβλ. δαχτυλήθρα, κερήθρα, μπουρμπουλήθρα)] … Dictionary of Greek
βασιλικός — (ocimum basilicum). Φυτό ποώδες, μονοετές, κηπευτικό, πολύ αρωματικό, της οικογένειας των χειλανθών, ύψους 25 60 εκ. Έχει κόμη λίγο ή πολύ διακλαδισμένη, φύλλα ωοειδή, μυτερά, ακέραια ή οδοντωτά, ανώμαλα στην άνω επιφάνεια, πράσινα, έντονα ή… … Dictionary of Greek
βλίττω — (Α) κόβω την κερήθρα και τρυγάω το μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μλι τιω, μετονοματικό παράγωγο (με μηδενισμένη βαθμίδα) < μελιτ , μέλι. Οι συσχετισμοί της λ. με τα βλιμάζειν και μαλάσσειν αποτελούν υποθέσεις αβάσιμες] … Dictionary of Greek
βλιστηρίς — βλιστηρίς, η (Α) φρ. «βληστηρίδι χειρί» με το χέρι που τρυγάει το μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του *βλιστήρ «μελισσοκόμος» < *βλιττήρ < αρχ. βλίττω «κόβω την κερήθρα και τρυγάω το μέλι»] … Dictionary of Greek